- ἀποκοπτικός
- ἀπο-κοπτικός, ή, όν,A fit for cutting off, Procl.inR.2.182, 296K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκοπτικός — ἀποκοπτικός, ή, όν (Α) κατάλληλος για αποκοπή … Dictionary of Greek
ἀποκοπτικῶν — ἀποκοπτικός fit for cutting off fem gen pl ἀποκοπτικός fit for cutting off masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπτικάς — ἀποκοπτικά̱ς , ἀποκοπτικός fit for cutting off fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)